Το σύνδρομο του παγωμένου ώμου είναι μια κατάσταση αρκετά συχνή στον γενικό
πληθυσμό, που συχνά παρερμηνεύεται γιατί είναι δύσκολο να διαγνωστεί. Πολλές
φορές του δίνεται λανθασμένα ο όρος περιαρθρίτιδα του ώμου, όρος γενικός και
αόριστος που δεν πρέπει να χρησιμοποιείται άλλο, διότι δεν ορίζει κάποια
συγκεκριμένη παθολογία της άρθρωσης του ώμου.
Ο όρος παγωμένος ώμος εισήχθη το 1934 από τον Codman και χρησιμοποιείται
ακόμα ευρέως. Αργότερα προστέθηκε και ο όρος συμφυτική θυλακίτιδα (adhesive
capsulitis) που επίσης ορίζει την ίδια κατάσταση.
Ο παγωμένος ώμος παρουσιάζεται στο 5.3% του γενικού πληθυσμού. Είναι μια
κατάσταση που εμφανίζεται σταδιακά με έντονο πόνο στην περιοχή του ώμου. Ο
πόνος είναι συνεχής, αντανακλά μέχρι τον αγκώνα, πίσω στην ωμοπλάτη και τον
αυχένα και συνεχίζει και το βράδυ. Δεν επηρεάζεται από τις κινήσεις, ούτε
σχετίζεται με κάποιο τραυματισμό. Τα κοινά παυσίπονα και αντιφλεγμονώδη
ελάχιστα απαλύνουν τον πόνο, ενώ οι ενέσεις κορτιζόνης δεν έχουν αποτέλεσμα.
Μετά από μια αρχική περίοδο περίπου ενός μηνός, ο πόνος λίγο ηρεμεί, αλλά
σταδιακά επέρχεται έντονος περιορισμός της κίνησης του ώμου. Οι ασθενείς
παρατηρούν ότι οι κινήσεις γίνονται επώδυνες, και δεν μπορούν να φτάσει σε
σημεία που πριν δεν είχαν πρόβλημα. Συχνά αναφέρουν ότι νιώθουν μια ελαστική
ταινία να τους πιέζει στον ώμο και το μπράτσο και τους περιορίζει.
Η ακριβής αιτιολογία, παρά την πρόοδο της επιστήμης και τη συνεχιζόμενη έρευνα,
δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Χωρίζεται λοιπόν σε δύο κατηγορίες. Τον ιδιοπαθή ή
πρωτογενή παγωμένο ώμο, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως αιτιολογία, και τον
δευτεροπαθή παγωμένο ώμο, που σχετίζεται με κάποιες παθολογικές καταστάσεις
όπως σακχαρώδης διαβήτης, ορμονικές διαταραχές, μετατραυματικές,
τενοντοπάθειες και άλλες. Η παθολογική βλάβη συμβαίνει στον αρθρικό θύλακα
(την μεμβράνη που περιτυλίγει την άρθρωση), όπου παρατηρείται έντονη
φλεγμονή, πάχυνση και αρθροίνωση, με αποτέλεσμα τον συνεχή πόνο και τον
περιορισμό της κίνησης.
Η διάγνωση του παγωμένου ώμου προκύπτει από το ιστορικό, την κλινική εξέταση
και τον ακτινολογικό έλεγχο. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία του έντονου,
συνεχόμενου αρχικά άλγους, που είναι σταδιακής έναρξης και δεν σχετίζεται με άμεσο τραυματισμό. Επίσης, είναι χαρακτηριστικός και ο περιορισμός της κίνησης του ώμου προς κάθε κατεύθυνση (κυρίως της έξω στροφής), η οποία είναι μειωμένη κατά 50% σε σχέση με τον άλλο ώμο. Αυτά, σε συνδυασμό με μια φυσιολογική ακτινογραφία (η οποία γίνεται για να αποκλειστούν άλλες παθολογικές καταστάσεις που μιμούνται τον παγωμένο ώμο) βγάζουν την διάγνωση. Η μαγνητική τομογραφία δεν βοηθάει και συχνά είναι φυσιολογική.
Λέγεται ότι ο παγωμένος ώμος είναι μια κατάσταση που αυτοϊάται. Δυστυχώς όμως, κατά την πορεία του συνοδεύεται από έντονο πόνο, σοβαρό λειτουργικό περιορισμό, και μπορεί να διαρκέσει ως και τέσσερα έτη. Πιο συγκεκριμένα ο παγωμένος ώμος χωρίζεται σε τρεις φάσεις.
Σκοπός της θεραπευτικής προσέγγισης είναι ο έλεγχος του πόνου και η αποκατάσταση της κίνησης και της λειτουργικότητας. Η αρχική αντιμετώπιση είναι πάντα συντηρητική. Στη φάση 1, εκτός από τη συνήθη φαρμακευτική θεραπεία, μια ενδαρθρική έγχυση κορτιζόνης μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο της φλεγμονής και του πόνου. Επίσης, είναι διαθέσιμες φυσικοθεραπευτικές τεχνικές (manual therapy), βελονισμός και άλλες μη επεμβατικές μέθοδοι, που αποσκοπούν στη μείωση του αρχικού άλγους.
Όταν ο πόνος υποχωρήσει και εγκατασταθεί ο έντονος περιορισμός της κινητικότητας (φάση 2), προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε την λειτουργικότητα του ασθενή με την φυσικοθεραπεία και κυρίως κινησιοθεραπεία και τεχνικές διάτασης του αρθρικού θυλάκου. Αυτή η περίοδος είναι μακροχρόνια και απαιτεί υπομονή και επιμονή από τον ασθενή. Για να πετύχουν, οι φυσιοθεραπείες, πρέπει πρώτα να υποχωρήσει ο πόνος, ώστε να αντέχει ο ασθενής τους διαφόρους χειρισμούς στους οποίους θα υποβάλλεται.
Όταν παρά την αρχική περίοδο συντηρητικής αγωγής ο πόνος και ο περιορισμός στην κίνηση επιμένουν, τότε ο ασθενής υποβάλλεται σε αρθροσκοπική αντιμετώπιση, εξασφαλίζοντας πολύ καλά αποτελέσματα. Ο ασθενής αποφασίζει να υποβληθεί σε αυτή την ελάχιστα επεμβατική μέθοδο για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν αντέχει τον συνεχή και έντονο πόνο, ο οποίος δεν βελτιώνεται και επηρεάζει ψυχολογικά την καθημερινότητά του. Ο δεύτερος είναι ότι παρά τις μακρόχρονες προσπάθειες θεραπείας, η κίνηση και η λειτουργικότητα δεν επανέρχονται και χρειάζεται κάτι το πιο δραστικό. Στο παρελθόν, χρησιμοποιήθηκε ο χειρισμός υπό νάρκωση, μέθοδος που σήμερα δεν εκτελείται άλλο, λόγω του ότι δεν αντιμετωπίζει την παθολογία του παγωμένου ώμου και μπορεί να έχει επιπλοκές.
Η σύγχρονη επεμβατική αντιμετώπιση είναι η αρθροσκοπική μέθοδος, η οποία διενεργείται με τον ασθενή ξύπνιο με περιοδική αναισθησία (από εμένα και την ομάδα μου). Η επέμβαση γίνεται από 3 μικρές οπές με τη χρήση του αρθροσκοπίου και των πιο συγχρόνων ιατρικών τεχνικών (radiofrequency probes). H επέμβαση αυτή μπορεί να γίνει και με ημερήσια νοσηλεία.
Η αρθροσκοπική αντιμετώπιση, εφόσον εκτελείται από ορθοπεδικό εξειδικευμένο στην αρθροσκόπηση ώμου, επιφέρει άμεση βελτίωση του έντονου πόνου και την βελτίωση στο εύρος της κίνησης. Λόγω του έντονου μυϊκού σπασμού και της φύσης της πάθησης του παγωμένου ώμου, μετεγχειρητικά υπάρχει κάποιος πόνος, ο οποίος όμως είναι ελεγχόμενος. Επίσης, επειδή κατά την αρθροσκόπηση γίνεται διατομή του αρθρικού θυλάκου και αφαίρεση του φλεγμονώδους ιστού, η κίνηση αμέσως απελευθερώνεται. Έτσι, ο φυσικοθεραπευτής μπορεί να εφαρμόσει τις τεχνικές του που σταδιακά θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο την κίνηση. Η άμεση έναρξη μετεγχειρητικής φυσικοθεραπείας και αποκατάστασης, χωρίς ακινητοποίηση του μέλους μετά την επέμβαση, είναι ύψιστης σημασίας.
Ο παγωμένος ώμος είναι μια μακρόχρονη, άκρως επώδυνη και περιοριστική πάθηση. Η αιτιολογία είναι άγνωστη αλλά η παθολογική οντότητα καθορίζεται στη φλεγμονή και πάχυνση του αρθρικού θυλάκου της άρθρωσης του ώμου. Η θεραπεία σκοπεύει στην αντιμετώπιση του πόνου και τη βελτίωση της κινητικότητας. Αρχικά αντιμετωπίζεται με συντηρητικές μεθόδους και η φύση της πάθησης αυτής είναι να αυτοϊαθεί, ως και σε 4 έτη. Στις περιπτώσεις, όμως, που ο πόνος και ο περιορισμός της κίνησης επιμένουν, η αρθροσκοπική αντιμετώπιση βελτιώνει σημαντικά τα συμπτώματα και επιτρέπει γρήγορη αποκατάσταση και επιστροφή στην κανονικότητα.